μωρία

μωρία
μωρ-ία, [dialect] Ion. -ιη, , ([etym.] μῶρος)
A folly, Hdt.1.146;

μωρίας πλέως S.Aj.1150

, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, S. Ant.470;

ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Th.5.41

; μωρίᾳ φιλονικεῖν foolishly, Id.4.64; τῆς μ. what folly! Ar.Nu.818, Ec.787;

εἰς τοῦτ' ἀφῖχθε μωρίας D.9.54

;

πολλὴ μ. τοῦ διανοήματος Pl.Lg.818d

; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion545.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μωρία — μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc/acc dual μωρίᾱ , μωρία folly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίᾳ — μωρίαι , μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… …   Dictionary of Greek

  • μωρία — η 1. ανοησία, χαζομάρα: Κάνει συνεχώς μωρίες. 2. (ιατρ.), διανοητική εξασθένηση: Τον παρακολουθεί γιατρός γιατί πάσχει από μωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μωρίας — μωρίᾱς , μωρία folly fem acc pl μωρίᾱς , μωρία folly fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίαι — μωρία folly fem nom/voc pl μωρίᾱͅ , μωρία folly fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίαν — μωρίᾱν , μωρία folly fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωριῶν — μωρία folly fem gen pl μωρίζω to be foolish fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίαις — μωρία folly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίη — μωρία folly fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρίην — μωρία folly fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”